- κεραίας
- κεραίᾱς , κεραίαhornfem acc plκεραίᾱς , κεραίαhornfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… … Dictionary of Greek
ακροκέραια — τα (Α ἀκροκέραια) (Ν και ακροκέραιο, το, Μ και ἀκρόκερα, τα) τα άκρα τής κεραίας τών πλοίων νεοελλ. το καθένα από τα δύο άκρα τής σταυρωτής κεραίας που αρχίζει από το τραχήλωμα τών ολκών και είναι λεπτότερο από την άλλη κεραία (κν. πινό). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
γερανός — I (Ζωολ.). Γένος μακροτάρσων πτηνών της οικογένειας των γερανιδών. Στην Ευρώπη είναι γνωστός ο γ. ο τεφρός με ύψος περίπου 1,50 μ. και άνοιγμα πτερύγων περίπου 2,50 μ. Το σώμα του στηρίζεται σε δύο μακριά και λεπτά πόδια, που καταλήγουν σε… … Dictionary of Greek
ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που … Dictionary of Greek
κεραία — I (Ζωολ.). Αρθρωτό εξάρτημα, με το οποίο είναι εφοδιασμένο το κεφάλι των εντόμων, των μυριαπόδων και των καρκινοειδών. Τα τελευταία φέρουν δύο ζεύγη κ., οι οποίες είναι δισχιδείς, ενώ οι δύο πρώτες ομάδες έχουν μόνο ένα ζεύγος μονοσχιδών κ. Είναι … Dictionary of Greek
πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… … Dictionary of Greek
ραδιοτηλεσκόπιο — Ηλεκτρονική διάταξη που χρησιμοποιείται για τη μελέτη και τον εντοπισμό γαλαξιακών και αστρικών ραδιοπηγών, οι οποίες εκπέμπουν, με μορφή θορύβου, ηλεκτρομαγνητικά κύματα με μήκη κύματος μεταξύ 1 χιλιοστού και περίπου 30 μ.· χρησιμεύει ακόμα για… … Dictionary of Greek
δίπολη κεραία — Είδος κεραίας που χρησιμοποιείται συνήθως σε μικρές συχνότητες για να ξεχωρίζει κύματα με διαφορετικά επίπεδα πόλωσης. Η συνηθισμένη δ.κ. αποτελείται από δύο ίσους οριζόντιους αγωγούς, που τοποθετούνται ο ένας στην προέκταση του άλλου. Έχει… … Dictionary of Greek
Ποπώφ, Αλεξάντρ Στεπάνοβιτς — Ρώσος φυσικός (Τουρίνσκιε Ρούντνικι, Περμ 1859 – Πετρούπολη 1905), γνωστός για τα πειράματά του για τη λήψη των ραδιοκυμάτων. Έζησε ταπεινά, αφοσιωμένος στην επιστήμη. Γιος ιερέα, έκανε τις πρώτες σπουδές του στις ιερατικές σχολές του Δαλματόφ,… … Dictionary of Greek
τρολές — ο (λ. αγγλ.), μικρός μεταλλικός τροχός στο πάνω μέρος της ηλεκτροφόρας κεραίας των τραμ και των αυτοκινήτων που κινούνται με ηλεκτρισμό, για τη μετάδοση του ηλεκτρισμού από το εναέριο ηλεκτροφόρο καλώδιο, μέσω της κεραίας, στο όχημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)